Στην υπερμετρωπία το μήκος του βολβού του ματιού είναι δυσανάλογα μικρό με αποτέλεσμα η εικόνα των αντικειμένων να σχηματίζεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. (εικόνα 3)
Η υπερμετρωπία εμφανίζεται πάντα στην νηπιακή ηλικία, χωρίς όμως να προκαλεί ιδιαίτερα ενοχλήματα αν είναι χαμηλή. Αυτό οφείλεται στην μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα του φακού του ματιού στην παιδική ηλικία. Αν η υπερμετρωπία είναι υψηλή τότε μπορεί να προκαλέσει απόκλιση του ματιού (στραβισμό) στην παιδική ηλικία και/ή τεμπέλιασμα (αμβλυωπία).
Η αύξηση της υπερμετρωπίας ολοκληρώνεται περίπου στην ηλικία των 5-6 ετών, ενώ παρουσιάζει μείωση μετά την ηλικία των 8-9 ετών.
Μετά την ηλικία των 30-35 ετών εκδηλώνεται αρχικά με δυσκολία στην κοντινή όραση και αργότερα και στην μακρινή. Η εκδήλωση των συμπτωμάτων της υπερμετρωπίας στην ενήλικη ζωή οφείλεται στη φυσιολογική μείωση, με τον χρόνο, της προσαρμοστικής ικανότητας του ματιού και όχι στη ξαφνική εμφάνισή της.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις προκαλείται μια σταδιακά αυξανόμενη ανάγκη για γυαλιά στο μέχρι εκείνη τη στιγμή άτομο με φυσιολογική όραση.
H υπερμετρωπία αντιμετωπίζεται με την μέθοδο Lasik αν δεν υπερβαίνει τις 5 διοπτρίες, ενώ για υψηλότερη υπερμετρωπία υπάρχουν άλλες χειρουργικές μέθοδοι.
Για υψηλότερη υπερμετρωπία και ειδικά μετα την ηλικία των 40-45 ετών, οι καταλληλότερες μέθοδοι είναι η αφαίρεση του κρυσταλλοειδή φακού του ματιού με τοποθέτηση ενός πολυεστιακού ενδοφακού (RLE).